6.11.08

Πένθιμο Λευκό

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες. Φοράω το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο.[...]Αλλά τα βράδυα τί όμορφα που μυρίζει η γη...τί όμορφα!
Τ.Λειβαδίτης - «Αλλά τα βράδια» -

Είμαι εδώ ,τώρα, απόψε, βράδυ Σαββάτου του Οκτώβρη, κι έχω πάρει τη θέση μου, η ίδια στάση σώματος από παιδί, σκυφτός μπροστά με τους αγκώνες πάνω στο γραφείο, σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει, μόνο που φτάνουν τα πόδια μου κάτω στο πάτωμα πια και δεν έχω κάτι ν’ ανακαλύψω. Στα συρτάρια δεν με περιμένει καμία έκπληξη, ξέρω τί θα βρω μέσα, συνδετήρες, χαρτιά, συρραπτικό, φακέλους και άλλα διάφορα αλλά γνωστά, κι έχω και το κλειδί από το ντουλαπάκι πίσω μου. Όλα δικά μου πια και γνωστά. Η γυναίκα μου, δίπλα, στο σαλόνι, μάλλον θα την πήρε ο ύπνος στον καναπέ με την τηλεόραση.
Γίναμε απόψε οι γονείς μας ή συνέβαινε από παλιά; Μπορεί έτσι να γίνεται γενικά, πάντα μάλλον έτσι ήταν, βλέπω και τους φίλους και τα παιδιά μας, μία κίνηση, ένα χαμόγελο, ένας ώμος που στηρίζεται στην κάσα της πόρτας, δυο φρύδια που σμίγουν, τρεις ρυτίδες στις άκρες των ματιών, η ελιά της κόρης μου στην παλάμη, την πήρα εγώ από τον πατέρα μου και της την έδωσα, ποιός ξέρει πού θα σταματήσει αυτή η ελιά;
Στην ράχη της καρέκλας το δερμάτινο σακάκι, 47 χρόνων δέρμα, σαν το δικό μου, μόνο που εγώ δεν ξεκουράζομαι σε καμία ράχη, η δική μου πονάει, έχει γυρίσει κι ο καιρός, η υγρασία θερίζει τα κόκαλλα, το σακάκι ή η καρέκλα μού φόρεσαν αυτούς τους ίδιους πόνους άραγε, το ρολόι στον τοίχο απέναντι μετράει ακόμα τις στιγμές, κι ας έχει σπάσει ο κόκκινος δείκτης των δευτερολέπτων, σφηνωμένος καιρό τώρα κάτω από το χρυσό έξι. Δέκα ώρες πέρασαν από το τελευταίο αντίο, άρχισε να ψιχαλίζει πάνω στο χους ει κτλπ, ανησηχούσα μήπως βραχούν τα χώματα γύρω γύρω γύρω από τον τάφο, δεν είχα καταλάβει ακόμα ποιόν θα σκέπαζαν, όλη μου η έννοια ήταν στον νεαρό με το γκρι παντελόνι και το ξεχειλωμένο πουλόβερ που κοίταζε τον ουρανό κι έπιανε το φτυάρι όπως πιάνουν άλλοι το στυλό. Εργαλεία της δουλειάς. Μόνο εγώ συμμεριζόμουν την ανησυχία του, τα παπούτσια του ήταν χάλια, τριμμένα και λερωμένα, το δεξί είχε λυμμένα τα κορδόνια, οι ψιχάλες συνέχιζαν με την ίδια ταχύτητα να πέφτουν, στο ρελαντί, κοίταξα πίσω μου, η κόρη μου με τον άντρα της, κανείς τους δεν φόραγε γυαλιά, χάρηκα, δεν μ’ αρέσουν τα γυαλιά στις κηδείες, θυμήθηκα ξαφνικά τί είχαμε έρθει να κάνουμε σε στενό οικογενειακό κύκλο, η γυναίκα μου σκυφτή δίπλα μου, με σκούρο ταγιέρ΄ σήκωσα το χέρι μου να την ακουμπήσω, η βροχή κυλούσε αργά πάνω στο μαύρο δέρμα από νάπα, στεκόταν για λίγο στον λυγισμένο αγκώνα, οι ραφές που είχαν ανοίξει από τις τόσες κινήσεις των χεριών μέσα στα χρόνια ρουφάγανε μέσα λίγο νερό και το υπόλοιπο συνέχιζε, κυλούσε αργά σε ρυάκια κάτω μέχρι τα χέρια μου, μέχρι τα χέρια της. Και μετά πιο κάτω. Μύριζε η βρεγμένη γη; δεν θυμάμαι, αλλά μάλλον έτσι θα ‘γινε, αιωνία σου η μνήνη, άκουσα το όνομά του, μια χούφτα φρεσκοσκαμμένο χώμα, άνοιξε ο ουρανός, κι άλλες χούφτες κι άλλα χώματα, και δυο λευκά λουλούδια, το πιο πένθιμο λευκό που είδα ποτέ, μια αχτίδα γλίστρισε έπεσε πάνω μας -συμπαντική σκηνοθεσία- βαρύ το φως δεν το άντεχα. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες, έγινα ξανά οχτώ δέκα χρονών, κι ας ακολουθούσα την γυναίκα μου και την κόρη μου καθώς κατηφορίζαμε προς το καφενείο, έψαχνα στις τσέπες του τότε, όπως και τώρα, ριγμένο το σακάκι στην καρέκλα του γραφείου, πάνω μου τώρα, φτυάριζε γρήγορα ο νεαρός πίσω μας -η δουλειά μας είχε τελειώσει, η δική του όχι ακόμα- μια καραμέλα ΙΟΝ βουτύρου, η ίδια χαρά πάντα, σα να ανακαλύπτεις θησαυρό , ίδια γεύση, ίδιο άρωμα, γέμισε το στόμα μου, ο καφές μετά μου φάνηκε πικρός, ήθελα ένα τσιγάρο αλλά το ‘χω κόψει, να γλυτώσω τον καρκίνο στους πνεύμονες, ν’ αλλάξω έστω και τελευταία στιγμή την κοινή μας μοίρα. Ηθελα πολύ ένα τσιγάρο.

Σηκώνομαι ξαφνικά, θέλω να τρέξω αλλά σχεδόν σέρνομαι, στον διάδρομο σκοτάδι, στο βάθος η πόρτα της κουζίνας, στο σαλόνι το φως της τηλεόρασης, τη χαμηλώνω, έξω από το παράθυρο αστραπές, μια ρωγμή πάνω από το κουρτινόξυλο μέχρι την γύψινη τρέσα στο ταβάνι, η υγρασία έχει φουσκώσει τον τοίχο, κοιτάζω το ορφανό πατρικό μου σπίτι¨ποτέ πια γιος.

Κάθομαι στο μπράτσο του καναπέ, ξυπνάει, ανασηκώνεται, ξαπλώνω δίπλα της, έξω ξεσπάει μπόρα , μέσα, η παλάμη μου με την ελιά μέσα στη δική της, ησυχία, με παίρνει ο ύπνος μάλλον, η ανάσα της στο μέτωπό μου, σαν το νανούρισμα της μάνας μου, μπορεί να ‘χουν ανταμώσει οι δυο τους τώρα, σκέφτομαι, εγώ, που δεν πιστέυω σ’ αυτά, κοιμάμαι ήδη ή θυμάμαι, δεν ξέρω, ο πατέρας μου με κρατάει απ’ το χέρι, γυρνάμε απ’ το σχολείο, πρωτοβρόχι φθινοπώρου, η βροχή πέφτει γύρω μας έτσι όπως έχει ρίξει το σακάκι πάνω από τα κεφάλια μας ομπρέλα, τα μανίκια κρέμονται άδεια από χέρια δεξιά κι αριστερά, τα πόδια μας βρέχονται, σε δυο στενά φτάνουμε σπίτι.

2 σχόλια:

  1. "Δέκα ώρες πέρασαν από το τελευταίο αντίο, άρχισε να ψιχαλίζει πάνω στο χους ει ."

    Κόλλησα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Είναι παλιό, της ένδοξης σεμιναριακής περιόδου, αν θυμάσαι. Πόσο πίσω σε πάω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή