21.11.08

REM - Everybody Hurts

Κλεμμένα

1

Μετά από μια συζήτηση στη δουλειά, ανήμερα της επετείου της 17ης Νοεμβρίου, αναρωτήθηκα ποιός φταίει που πέντε άνθρωποι γύρω στα 25(+-) αποκρίθηκαν στο άκουσμα του ονόματος του Αλέξανδρου Παναγούλη, με την ερώτηση "Ποιός είναι αυτός";
Πάντως δεν θα κατηγορούσα το σχολείο. Δηλαδή κανέναν δεν υπάρχει λόγος να κατηγορήσει κανείς, απλά μ' έπιασε μια θλίψη...

2

Συζήτηση γυναικών σε καφετέρεια:
(Ή αλλιώς: τα προβλήματα της σύγχρονης γυναίκας / Cosmopolitan σελ.46/)

-Δεν ξέρω ρε συ...άσε με...χάλια είμαι...
-Έλα ρε, μην κάνεις έτσι, δυο τρία κιλά είναι, θα τα χάσεις πάλι.
-Μα, μίντιουμ; Εγώ; Εγώ πάντα φόραγα σμόλ. (Ξεφυσάει και ανάβει τσιγάρο.)
-Ρε ζουζούνα μου, μην μου στενοχωριέσαι, μπορεί να φταίει η εταιρεία, να ' ναι στενή η γραμμή... (επίσης μπορεί να φταίει που δεν έχουμε κράτος!-αυτό κολλάει παντού-)
-Ναι, καλά...άσε με τώρα, έχω παχύνει σου λέω, το βλέπω. Kαι μου το 'πε και ο Κωστής προχτές.
-..........Καλά τί σου πε δηλαδή; Μα είναι τελείος μαλάκας αυτός ο άνθρωπος;
- Έλα ρε...δεν το είπε με άσχημο τρόπο...Μεταξύ αστείου και σοβαρού μωρέ, αλλά μου το πέταξε προχτές "μήπως έχεις πάρει λίγάκι"; Ε, και δεν έχει κι άδικο, εδώ που τα λέμε...
-Τί να σου πω;;;;;;
-...Καλά καλά, φιλεναδίτσα. Εγώ στο λέω...δεν θα φταίει αυτός αν αρχίσει να κοιτάει από δω κι από κει....Τέρμα! Από αύριο μόνο σαλάτες. Δεν είμαστε τώρα για να ψάχνουμε καινούριους γκόμενους. Ε, όχι να τον στρώνω εγώ δυο χρόνια για να τον χαρεί άλλη! (ε, μα, αμάξι, χαλί και άνδρα το στρώνεις για να το χαίρεσαι πρώτα και μόνο η ίδια, αυτό είναι γνωστό από παλιά)

Δεν άντεξα να λαθρακούσω και την συνέχεια...
(Σημ.: Οι γυναίκες: ούτε 30 ετών, αντικειμενικά αδύνατες έως πολύ αδύνατες-και η ζουζούνα αλλά και η φιλεναδίτσα)

3

Συζήτηση ανδρών έξω από θάλαμο μαιευτικής κλινικής:
(Ή αλλιώς...Λόγια μεγάλων ανδρών )

-Α' δεν σου 'πα! Ήρθε το πρωί ο Γιάννης ρε....ο κουμπάρος μου...Και τί μου 'πε;(σκύβει προς τον συνομιλητή συνωμοτικά αλλά χωρίς καμία προδιάθεση να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του) -Τί ρε;
-Καλά ρε, φτυστός είναι ο γιος σου. Τον βλέπω να δουλεύει στη Δ.Ε.Η., στους αναρριχητές!
-......(παύση)...Γιατί....;
- Εμμμμμ, με τέτοιο "κοντάρι"!!!!

(ακολούθησαν γέλια πονηρά και σκουντήγματα και γενική εποπτεία του χώρου από τον περήφανο πατέρα να σιγουρευτεί ότι τον ακούσαμε όλοι, ή έστω οι περισσότεροι)

Συμπέρασμα: Το μέγεθος τελικά έχει σημασία (για την σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση των ίδιων των ανδρών)

15.11.08

Δεν είναι ανάγκη να μου πεις αν μ'αγαπάς...

Να κι ένα τραγούδι της εποχής μου.
Από την Δανάη Στρατηγοπούλου.

9.11.08

Μάνος Χατζιδάκις "Μυθολογία & Μυθολογία Δεύτερη"

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
Τα χέρια μου αποκαλύπτουν
μυστικές δεντροστοιχίες
λιθογραφίες
μνήμες
στιγμών που δεν περιλαμβάνονται
στα ημερολόγια.
Τα χέρια μου καλύπτουν
τη φωτιά
όταν παιδεύεις το σκοτάδι
όταν πλαγιάζεις πλάι μου
όταν με χάνεις
κι ανησυχείς.

7.11.08

'Oταν χαράζει




Όταν μαθαίνεις ν' ακουμπάς στα φεγγάρια μαθαίνεις να
κινδυνεύεις. Πάντα ξημερώνει αλλά δεν είσαι πάντα έτοιμος
να σταθείς όρθιος στο πρώτο φως της καινούριας μέρας.
Είναι αυτές οι μικρές στιγμές που κάτι ψάχνεις και δεν το
βρίσκεις, δεν έχεις από πού να κρατηθείς , κοιτάς γύρω σου κι
έχεις μόνο τα τσιγάρα σου.
Ένα τελευταίο και πάμε για ύπνο;

6.11.08

Πένθιμο Λευκό

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες. Φοράω το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο.[...]Αλλά τα βράδυα τί όμορφα που μυρίζει η γη...τί όμορφα!
Τ.Λειβαδίτης - «Αλλά τα βράδια» -

Είμαι εδώ ,τώρα, απόψε, βράδυ Σαββάτου του Οκτώβρη, κι έχω πάρει τη θέση μου, η ίδια στάση σώματος από παιδί, σκυφτός μπροστά με τους αγκώνες πάνω στο γραφείο, σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει, μόνο που φτάνουν τα πόδια μου κάτω στο πάτωμα πια και δεν έχω κάτι ν’ ανακαλύψω. Στα συρτάρια δεν με περιμένει καμία έκπληξη, ξέρω τί θα βρω μέσα, συνδετήρες, χαρτιά, συρραπτικό, φακέλους και άλλα διάφορα αλλά γνωστά, κι έχω και το κλειδί από το ντουλαπάκι πίσω μου. Όλα δικά μου πια και γνωστά. Η γυναίκα μου, δίπλα, στο σαλόνι, μάλλον θα την πήρε ο ύπνος στον καναπέ με την τηλεόραση.
Γίναμε απόψε οι γονείς μας ή συνέβαινε από παλιά; Μπορεί έτσι να γίνεται γενικά, πάντα μάλλον έτσι ήταν, βλέπω και τους φίλους και τα παιδιά μας, μία κίνηση, ένα χαμόγελο, ένας ώμος που στηρίζεται στην κάσα της πόρτας, δυο φρύδια που σμίγουν, τρεις ρυτίδες στις άκρες των ματιών, η ελιά της κόρης μου στην παλάμη, την πήρα εγώ από τον πατέρα μου και της την έδωσα, ποιός ξέρει πού θα σταματήσει αυτή η ελιά;
Στην ράχη της καρέκλας το δερμάτινο σακάκι, 47 χρόνων δέρμα, σαν το δικό μου, μόνο που εγώ δεν ξεκουράζομαι σε καμία ράχη, η δική μου πονάει, έχει γυρίσει κι ο καιρός, η υγρασία θερίζει τα κόκαλλα, το σακάκι ή η καρέκλα μού φόρεσαν αυτούς τους ίδιους πόνους άραγε, το ρολόι στον τοίχο απέναντι μετράει ακόμα τις στιγμές, κι ας έχει σπάσει ο κόκκινος δείκτης των δευτερολέπτων, σφηνωμένος καιρό τώρα κάτω από το χρυσό έξι. Δέκα ώρες πέρασαν από το τελευταίο αντίο, άρχισε να ψιχαλίζει πάνω στο χους ει κτλπ, ανησηχούσα μήπως βραχούν τα χώματα γύρω γύρω γύρω από τον τάφο, δεν είχα καταλάβει ακόμα ποιόν θα σκέπαζαν, όλη μου η έννοια ήταν στον νεαρό με το γκρι παντελόνι και το ξεχειλωμένο πουλόβερ που κοίταζε τον ουρανό κι έπιανε το φτυάρι όπως πιάνουν άλλοι το στυλό. Εργαλεία της δουλειάς. Μόνο εγώ συμμεριζόμουν την ανησυχία του, τα παπούτσια του ήταν χάλια, τριμμένα και λερωμένα, το δεξί είχε λυμμένα τα κορδόνια, οι ψιχάλες συνέχιζαν με την ίδια ταχύτητα να πέφτουν, στο ρελαντί, κοίταξα πίσω μου, η κόρη μου με τον άντρα της, κανείς τους δεν φόραγε γυαλιά, χάρηκα, δεν μ’ αρέσουν τα γυαλιά στις κηδείες, θυμήθηκα ξαφνικά τί είχαμε έρθει να κάνουμε σε στενό οικογενειακό κύκλο, η γυναίκα μου σκυφτή δίπλα μου, με σκούρο ταγιέρ΄ σήκωσα το χέρι μου να την ακουμπήσω, η βροχή κυλούσε αργά πάνω στο μαύρο δέρμα από νάπα, στεκόταν για λίγο στον λυγισμένο αγκώνα, οι ραφές που είχαν ανοίξει από τις τόσες κινήσεις των χεριών μέσα στα χρόνια ρουφάγανε μέσα λίγο νερό και το υπόλοιπο συνέχιζε, κυλούσε αργά σε ρυάκια κάτω μέχρι τα χέρια μου, μέχρι τα χέρια της. Και μετά πιο κάτω. Μύριζε η βρεγμένη γη; δεν θυμάμαι, αλλά μάλλον έτσι θα ‘γινε, αιωνία σου η μνήνη, άκουσα το όνομά του, μια χούφτα φρεσκοσκαμμένο χώμα, άνοιξε ο ουρανός, κι άλλες χούφτες κι άλλα χώματα, και δυο λευκά λουλούδια, το πιο πένθιμο λευκό που είδα ποτέ, μια αχτίδα γλίστρισε έπεσε πάνω μας -συμπαντική σκηνοθεσία- βαρύ το φως δεν το άντεχα. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες, έγινα ξανά οχτώ δέκα χρονών, κι ας ακολουθούσα την γυναίκα μου και την κόρη μου καθώς κατηφορίζαμε προς το καφενείο, έψαχνα στις τσέπες του τότε, όπως και τώρα, ριγμένο το σακάκι στην καρέκλα του γραφείου, πάνω μου τώρα, φτυάριζε γρήγορα ο νεαρός πίσω μας -η δουλειά μας είχε τελειώσει, η δική του όχι ακόμα- μια καραμέλα ΙΟΝ βουτύρου, η ίδια χαρά πάντα, σα να ανακαλύπτεις θησαυρό , ίδια γεύση, ίδιο άρωμα, γέμισε το στόμα μου, ο καφές μετά μου φάνηκε πικρός, ήθελα ένα τσιγάρο αλλά το ‘χω κόψει, να γλυτώσω τον καρκίνο στους πνεύμονες, ν’ αλλάξω έστω και τελευταία στιγμή την κοινή μας μοίρα. Ηθελα πολύ ένα τσιγάρο.

Σηκώνομαι ξαφνικά, θέλω να τρέξω αλλά σχεδόν σέρνομαι, στον διάδρομο σκοτάδι, στο βάθος η πόρτα της κουζίνας, στο σαλόνι το φως της τηλεόρασης, τη χαμηλώνω, έξω από το παράθυρο αστραπές, μια ρωγμή πάνω από το κουρτινόξυλο μέχρι την γύψινη τρέσα στο ταβάνι, η υγρασία έχει φουσκώσει τον τοίχο, κοιτάζω το ορφανό πατρικό μου σπίτι¨ποτέ πια γιος.

Κάθομαι στο μπράτσο του καναπέ, ξυπνάει, ανασηκώνεται, ξαπλώνω δίπλα της, έξω ξεσπάει μπόρα , μέσα, η παλάμη μου με την ελιά μέσα στη δική της, ησυχία, με παίρνει ο ύπνος μάλλον, η ανάσα της στο μέτωπό μου, σαν το νανούρισμα της μάνας μου, μπορεί να ‘χουν ανταμώσει οι δυο τους τώρα, σκέφτομαι, εγώ, που δεν πιστέυω σ’ αυτά, κοιμάμαι ήδη ή θυμάμαι, δεν ξέρω, ο πατέρας μου με κρατάει απ’ το χέρι, γυρνάμε απ’ το σχολείο, πρωτοβρόχι φθινοπώρου, η βροχή πέφτει γύρω μας έτσι όπως έχει ρίξει το σακάκι πάνω από τα κεφάλια μας ομπρέλα, τα μανίκια κρέμονται άδεια από χέρια δεξιά κι αριστερά, τα πόδια μας βρέχονται, σε δυο στενά φτάνουμε σπίτι.