17.12.08

Πάρτε με σύννεφα


Πάρτε με σύννεφα μαζί...(Να θυμηθώ να μην κοιτάω κάτω)


Αλλά να με φέρετε πάλι πίσω. Μην χάσουμε τις σταθερές μας.


Κι όταν μακραίνει η ουρά της προσμονής/ βλέπεις πως δεν σ' αγάπησε κανείς...
(...)κι είναι παιχνίδι δίχως τελειωμό/ έργο δικό μας εφιαλτικό/για δυο στιγμές αδυναμίας όλη η ζωή σου μια γραμμή υποψίας/ βήματα μυστικά στα σκοτεινά/ χέρια που ψάχνουν πάντα στα τυφλά /νύχτες που δεν τελειώνουν πουθενά.


Πού θα ' πρεπε δηλαδή να τελειώνουν οι νύχτες; Άσε που καμιά φορά δεν τελειώνουν πουθενά ούτε οι μέρες. Αν ξεκινάνε τελικά...


Αχ, ξέρω τον πόνο που θα βρω προτού να σ αγαπήσω/και πριν φανεί η ανατολή την Δύση θα ζητήσω/Λαχταρώ και τρέχω να σε φτάσω/ να σε βρω προτού να προσπεράσω/σ΄άλλη μοίρα τη ψυχή μου δίνω/ κι ό,τι ψάχνω πίσω μου τ' αφήνω
Αχ ξέρω και τη γλυκιά χαρά που πλάι σου θα νοιώσω/ και όταν θα φεύγω μακριά γι αυτήν θα μετανοιώσω.


Ό, τι και αν κάνεις το ένα σου μισό μετανοιώνει πάντα γι' αυτό που δεν έκανες.(;)




Πέφτεις πάνω στα τραγούδια ή έρχονται και σε βρίσκουν; Είναι τουλάχιστον χαζό,το ξέρεις, να προσπαθείς να απαντήσεις σε ερωτήματα που στο τέλος καταλήγουν σε μεγάλα ερωτηματικά. Υπάρχει το "τυχαίο" ή όλα ακολουθούν μια απόλυτα προκαθορισμένη πορεία; Έτσι γενικά, κουβέντα να γίνεται...με αφορμή μια κουβέντα που έγινε. Ξεκινάς και πας ή πας για κει που ξεκίνησες; Μήπως δεν έχει σημασία λέω...Κρατάς τελικά μόνο τα μικρά μικρά "τώρα" που σου αλλάζουν την πορεία και καμιά φορά τη ζωή. Δεν έχω απαντήσεις.
Θέλω ανοιχτά παράθυρα να με χτυπάει αέρας/να χω το νου μου ανοιχτό να χω και πρίμο τον καιρό...Θέλω να 'ρθεις και να με βρεις/να κάτσεις να τα πούμε/πώς νοιώθουμε παράφορα πώς ζούμε έτσι αδιάφορα.
Δεν έχω ούτε ερωτήσεις. Μόνο τραγούδια.


Σα να μην λάμπουνε φέτος τα φωτάκια στα στολισμένα μπαλκόνια. Σα να λάμπουν όλα λίγο λιγότερο. Σε σχέση με τί δεν ξέρω. Ποιό είναι άραγε το σημείο αναφοράς. Οι ευτυχισμένες μέρες δεν έρχονται στολισμένες. Και δεν σε βρίσκουν με τα καλά σου. Ποτέ δεν ήταν έτσι. Κάποτε σ' ακουμπάνε οι στιγμές και ό, τι πρόλαβες πρόλαβες. Έχουν ν' ακουμπήσουν κι άλλους.


Ψυχή ησυχία για να βρεις πρέπει πολύ να παιδευτείς/σα να πληρώνεις τον καιρό με πόνο και με στεναγμό....Μα εγώ θα ΄ρθω και θα σε βρω μες το δικό σου κόσμο/ τα θαύματα που πίστεψα, τα χρόνια μου που αχρήστεψα / κι όλα θ' αλλάξουν ξαφνικά σαν έργο μες το σινεμά.


Και αν αλλάξουν όλα ξαφνικά, σαν έργο μες το σινεμά...σηκώνεις τα μάτια σου και ξαναφωτίζεται η αίθουσα. Διάλειμμα. (...)μα τίποτα απ' όλα αυτά δεν γίνεται στον μαγικό μας κόσμο πια.


Και πάλι απ' την αρχή...Πάρτε με σύννεφα μαζί...

9.12.08

(......)


Συνταγές για μελομακάρονα πάνω στο τραπέζι, κρύος καφές, ένας φόνος, οι διάφορες Τατιάνες ν' αναλαμβάνουν την οργάνωση του πανελλήνιου θρήνου, κίνηση στον δρόμο, κρύο, η επίσημη αριστερά κόντρα στην λιγότερο επίσημη αριστερά, ο δήμαρχος διαβεβαιώνει ότι οι εορταστικές εκδηλώσεις θα γίνουν ΚΑΝΟΝΙΚΑ(θενκς γκοντ!!!), πυροβολισμοί ξανά και ξανά, μαύρος ουρανός, λευκά φωτάκια στο απέναντι μπαλκόνι, τασάκια γεμάτα, σπασμένες τζαμαρίες, απευθείας συνδέσεις, σπασμένα νεύρα, ένας μαύρος γάτος στο μπαλκόνι μου, πονόλαιμος, καραμέλες ,τσιγάρα και ξανά καραμέλες, ένα ματσάκι γιασεμί σε σφηνοπότηρο "Jack Daniels"δίπλα στον υπολογιστή, γρήγορες σκέψεις, γέλια σ' ένα σύντομο τηλεφώνημα πριν τελειώσουν οι μονάδες(προλάβαμε!), μικρά σχέδια, μεγάλα λόγια, ένα ψαλίδι που δεν κόβει, ένας ασπρόμαυρος Άγιος Βασίλης χωρίς μούσι-ελλείψ βάμβακος-περιμένει να φιλοτεχνηθεί εδώ και μέρες(νομίζω ότι έχει αρχίσει να με κοιτάει περίεργα-δεν προβλέπεται δώρο φέτος), οι γνωστοί-άγνωστοι, μεγάλα σχέδια, λόγια μικρά, φωτιές, ένα ευχαριστώ που σε κοιτάει κατάματα και σου φτιάχνει την μέρα, μια σκέψη ξανά, που σου χαλάει τη νύχτα. Στις 4:15 π.μ. ραντεβού με την αϋπνία, η μόνη μου σιγουριά. Και ποιόν να πάρεις τηλέφωνο τέτοια ώρα;